πονηρεύω

πονηρεύω
ΝΜΑ [πονηρός]
μέσ. πονηρεύομαι
α) ενεργώ πονηρά, συμπεριφέρομαι με πανουργία, μεταχειρίζομαι τεχνάσματα και δόλο για να εξαπατήσω
β) κάνω πονηρές σκέψεις εναντίον κάποιου
νεοελλ.
1. ενεργ. α) κάνω κάποιον πονηρό («μην τό πονηρεύεις το παιδί»)
β) διεγείρω την καχυποψία κάποιου, βάζω κάποιον σε υπόνοια ή υποψία
γ) γίνομαι πονηρός («πονήρεψε πολύ ο κόσμος σήμερα»)
2. μέσ. γίνομαι καχύποπτος, βάζω κακό στο μυαλό μου
αρχ.
βρίσκομαι σε κακή φυσική ή ψυχική κατάσταση, είμαι κακοδιάθετος, άρρωστος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πονηρεύω — πονηρεύω, πονήρεψα βλ. πίν. 17 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • πονηρεύω — πονήρεψα, πονηρεύτηκα, πονηρεμένος 1. μτβ., κάνω κάποιον πονηρό, τον βάζω σε υποψία: Μην το πονηρεύετε το παιδί σε θέματα ερωτικά απ αυτήν την ηλικία. 2. αμτβ., γίνομαι πονηρός: Όσο μεγαλώνει, πονηρεύει περισσότερο. 3. το μέσ., πονηρεύομαι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διαβολεύω — 1. κάνω κάτι φαύλο, αχρείο 2. πονηρεύω, βάζω σε κάποιον σκέψεις διαβολικές 3. γίνομαι διάβολος, εξαχρειώνομαι …   Dictionary of Greek

  • πονήρευμα — ατος, το, ΝΑ, και πονήρεμα Ν [πονηρεύω / πονηρεύομαι] (κυρίως στον πληθ.) τα πονηρεύματα πανούργο τέχνασμα, πονηρή πράξη, κατεργαριά αρχ. ιατρ. κακή ψυχική διάθεση ή φυσική κατάσταση …   Dictionary of Greek

  • πονηρευτά — Ν επίρρ. με πονηρό σκοπό, δόλια, πονηρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο επίθ. *πονηρευτός < πονηρεύω + επιρρμ. κατάλ. ά (πρβλ. ψαχουλευτ ά)] …   Dictionary of Greek

  • πονήρεμα — το, ατος το αποτέλεσμα του πονηρεύω ή πονηρεύομαι, τέχνασμα πονηρό, υποψία, κακή διάθεση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”