- πονηρεύω
- ΝΜΑ [πονηρός]μέσ. πονηρεύομαια) ενεργώ πονηρά, συμπεριφέρομαι με πανουργία, μεταχειρίζομαι τεχνάσματα και δόλο για να εξαπατήσωβ) κάνω πονηρές σκέψεις εναντίον κάποιουνεοελλ.1. ενεργ. α) κάνω κάποιον πονηρό («μην τό πονηρεύεις το παιδί»)β) διεγείρω την καχυποψία κάποιου, βάζω κάποιον σε υπόνοια ή υποψίαγ) γίνομαι πονηρός («πονήρεψε πολύ ο κόσμος σήμερα»)2. μέσ. γίνομαι καχύποπτος, βάζω κακό στο μυαλό μουαρχ.βρίσκομαι σε κακή φυσική ή ψυχική κατάσταση, είμαι κακοδιάθετος, άρρωστος.
Dictionary of Greek. 2013.